σκουπίζω

σκουπίζω
Ν [σκούπα]
1. καθαρίζω με τη σκούπα το έδαφος ή το δάπεδο από τα σκουπίδια ή από τη σκόνη, σαρώνω, φροκαλίζω («σκούπισα την αυλή»)
2. αφαιρώ την ακαθαρσία ή την υγρασία από μια επιφάνεια αντικειμένου, σφουγγίζω (α. «σκουπίζω τα τζάμια» β. «σκουπίζω τα μαχαιροπίρουνα»)
3. αφαιρώ την υγρασία ή τον ιδρώτα από το σώμα ή από μέρος τού σώματος (α. «σκούπισε καλά την πλάτη σου» β. «θα σκουπίσω το παιδί και θα τό κοιμήσω»)
4. καθαρίζω τη σκόνη από μια επιφάνεια με τη βοήθεια ξεσκονόπανου, ξεσκονίζω
5. φρ. «σκουπίζω τη μύτη μου» — καθαρίζω τη μύτη μου με μαντίλι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκουπίζω — σκουπίζω, σκούπισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σκουπίζω — σκούπισα, σκουπίστηκα, σκουπισμένος 1. καθαρίζω κάποιο χώρο από τα σκουπίδια: Σκούπισε όλη την αυλή του σπιτιού της. 2. σφουγγίζω, καθαρίζω, στεγνώνω: Σκούπισε τα πιρούνια για να μη σκουριάσουν. – Σκούπισε τα δάκρυα με το μαντίλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμέλγω — ἀμέλγω (Α) (ενεργ. και μέσ. στις ίδιες σημασίες) 1. τραβώ το γάλα από τους μαστούς, αρμέγω 2. απομυζώ, γυμνώνω, εκμεταλλεύομαι κάποιον 3. πίνω βυζαχτά, εκμυζώ, ρουφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος ρηματικός τ. με συχνή χρήση, γνωστός ήδη από τον Όμηρο.… …   Dictionary of Greek

  • ομόργνυμι — ὀμόργνυμι (Α) (συν. στο μέσ.) σφουγγίζω, σκουπίζω («χερσὶ παρειάων δάκρυ ὀμορξαμένη», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀ μόργ νυμι (πρβλ. στόρνυμι), με προθεματικό φωνήεν ὀ , ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *mrĝ τής ΙΕ ρίζας *merĝ «σκουπίζω, καθαρίζω,… …   Dictionary of Greek

  • εξομόργνυμι — ἐξομόργνυμι (AM) 1. καθαρίζω, σκουπίζω 2. αποτυπώνω κάτι κάπου («ἅ ἑκάστη ἡ πράξις αὐτοῡ ἐξωμόρξατο εἰς τὴν ψυχήν», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ομόργνυμι «σκουπίζω»] …   Dictionary of Greek

  • καταμάσσω — (Α) σπογγίζω, σκουπίζω καλά, στεγνώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μάσσω «σκουπίζω»] …   Dictionary of Greek

  • κατασαρώ — κατασαρῶ, όω (Α) σκουπίζω καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σαρῶ «σκουπίζω»] …   Dictionary of Greek

  • κατεκμάττω — (Μ) 1. σκουπίζω 2. γρατσουνίζω, ξεσχίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐκ μάττω «σκουπίζω»] …   Dictionary of Greek

  • κατομόργνυμι — (Α) σκουπίζω, σφουγγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀμόργνυμι «σκουπίζω, σφουγγίζω»] …   Dictionary of Greek

  • κορίζω — (I) κορίζω (Α) [κόρις] γεμίζω κοριούς, κοριάζω. (II) κορίζω (Α) πάπ. 1. σκουπίζω, σαρώνω 2. κοσκινίζω, καθαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κορέω (ΙΙ) «σκουπίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”